- σύναλμος
- -ον, Ααυτός που είναι μαζί με άλλον μέσα σε άλμη, ο αλμυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ύφ-αλμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάλμους — σύναλμος salted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)